μπεν-μαρί — το άκλ. ζεστό νερό σε δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετείται άλλο δοχείο για θέρμανση τού περιεχομένου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bain marie < bain «μπάνιο, λουτρό» + Μarie, από το όνομα τής αδελφής τού Μωϋσή στην οποία αποδίδονταν οι θαυματουργές… … Dictionary of Greek
μπεν-μιξτ — τα άκλ. εγκαταστάσεις και χώρος για θαλάσσια λουτρά όπου κολυμπούν άντρες και γυναίκες μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bains mixtes «μικτά θαλάσσια λουτρά»] … Dictionary of Greek
Μπεν Γκουριόν, Νταβίντ — (Πλονσκ, Πολωνία 1886 – Τελ Αβίβ 1973). Ισραηλινός πολιτικός. Μετά τη διακήρυξη Μπάλφουρ (1917) υπήρξε από τους οργανωτές της εβραϊκής Λεγεώνας και (1921 45) γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ισραήλ (Μαπάι). Οπαδός της συνεργασίας με … Dictionary of Greek
Μπεν Μπαρκά, Μεχντί — (Ραμπάτ 1920 – 1965;). Μαροκινός πολιτικός. Καθηγητής μαθηματικών, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος για την Ανεξαρτησία (Iστικλάλ), από το οποίο έφυγε το 1959 για να δημιουργήσει ένα πολιτικό σχήμα, την Εθνική Ένωση Λαϊκών Δυνάμεων, που… … Dictionary of Greek
Μπεν Μπελά, Αχμέτ — (Mαρνία, Οράν 1919 –). Αλγερινός επαναστάτης και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών το 1946… … Dictionary of Greek
Μπεν, Γκότφριντ — (Gotfried Benn, Μάνσφελντε 1886 – Βερολίνο 1956). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Γιατρός στο επάγγελμα, πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή Morgue (1912), μια παρουσίαση της ύπαρξης, όπως την είδε κάτω από τη μορφή της αρρώστιας και του… … Dictionary of Greek
μπεν μιξτ — τα (λ. γαλλ.), τα μεικτά θαλάσσια λουτρά για άντρες και γυναίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλή Μπεν Ισά — (αρχές 9ου αι.).Άραβας αστρονόμος από τη Μεσοποταμία. Έζησε την εποχήτου χαλίφη Α. Μαμούν. Πραγματοποίησε μαζί με τους συναδέλφους του Καλίντ Μπεν Αμπντουλμελέκ και Αμπούλ Ταΐντ, μελέτες για τον προσδιορισμό της λοξώσεως της εκλειπτικής (για την… … Dictionary of Greek
Γκαζάρα, Μπεν — (Ben Gazzara, Νέα Υόρκη 1930 –). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως τεχνικός του κινηματογράφου, αλλά συνέχισε με σπουδές δραματικής στο περίφημο Actors Studio της Νέας Υόρκης. Ειδικεύτηκε σε ρόλους σκληρών… … Dictionary of Greek
Νίκολσον, Μπεν — (Ben Nicholson, Ντένχαμ 1894 – 1982). Άγγλος ζωγράφος. Γιος του ζωγράφου Ο. Νίκολσον, σπούδασε στη Σχολή Σλέιντ στο Λονδίνο, στην Τουρ της Γαλλίας, στο Μιλάνο και στην Πασαντένα των ΗΠΑ. Τη μορφή της τέχνης του καθόρισαν οι νεοπλαστικές… … Dictionary of Greek
Σαν, Μπεν — (Shahn). Αμερικανός ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (Κόβνο 1898 Νέα Υόρκη 1969). Άρχισε να γίνεται γνωστός μετά το 1930 με έργα που είχαν καθαρά κοινωνική θέση και ήταν εμπνευσμένα από τη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι (Σάκο και Βαντσέτι, 1932, Μουσείο… … Dictionary of Greek